- κομμιώδης
- και κομμεώδης -ες (Α κομμιώδης, -ώδες)1. αυτός που περιέχει κόμμι2. αυτός που μοιάζει με κόμμι.[ΕΤΥΜΟΛ. < κόμμι + κατάλ. -ώδης (πρβλ. κολλ-ώδης, πηλ-ώδης)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κομμιώδη — κομμιώδης neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) κομμιώδης masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) κομμιώδης masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… … Dictionary of Greek
κήρινθος — I (1ος αι. μ.Χ.). Ιουδαίος αιρετικός. Σύμφωνα με ορισμένους ερευνητές, μετέβη στην Παλαιστίνη κατά τους αποστολικούς χρόνους και εκεί ασπάστηκε τον χριστιανισμό. Δίδασκε ότι ο Ιησούς δεν ήταν Υιός του Θεού, αλλά γιος κοινών ανθρώπων (του Ιωσήφ… … Dictionary of Greek
κομμεώδης — ες κομμιώδης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόμμι / εως + κατάλ. ώδης, (πρβλ. βραχ ώδης, πετρ ώδης)] … Dictionary of Greek
κόμμι — το (Α κόμμι, εως) ιξώδης ουσία φυτικής προέλευσης η οποία εκκρίνεται συνήθως από εγκοπές ή τυχαία τραύματα που δημιουργούνται στον φλοιό ορισμένων δένδρων ή θάμνων («ελαστικό κόμμι»). [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. αιγυπτιακής προελεύσεως, πρβλ. αιγυπτ. kmjt … Dictionary of Greek
πρόπολη — η / πρόπολις, όλεως, ΝΑ [πόλις] βιολ. ρητινώδης ή κομμιώδης ουσία την οποία χρησιμοποιούν οι μέλισσες για να φράξουν τις σχισμές στα κελλιά τής κηρήθρας, να στερεώνουν τις ακτίνες και να επικαλύπτουν τα τοιχώματα. αρχ. το προάστιο … Dictionary of Greek